- ανεμοδόχος
- Διάταξη αγωγών που χρησιμεύει για την ανανέωση του ατμοσφαιρικού αέρα μέσα σε κλειστούς χώρους (στοές ορυχείων, διαμερίσματα πλοίων, αποθήκες υπόγειες ή χωρίς παράθυρα κλπ.). Το κάτω μέρος του αγωγού απολήγει σε πολλές εξόδους, μία για κάθε διαμέρισμα, ενώ το επάνω βρίσκεται στο κατάστρωμα ή στη στέγη και μπορεί να περιστρέφεται με τα χέρια ή με μηχανικό σύστημα προς την κατεύθυνση του ανέμου. Η ανανέωση του μολυσμένου αέρα γίνεται είτε με φυσικό τρόπο, εξαιτίας της ενέργειας του ανέμου, είτε με μηχανικό τρόπο, με τη βοήθεια ανεμιστήρων που τοποθετούνται σε ενδιάμεσες θέσεις του σωλήνα.
Dictionary of Greek. 2013.