ανεμοδόχος

ανεμοδόχος
Διάταξη αγωγών που χρησιμεύει για την ανανέωση του ατμοσφαιρικού αέρα μέσα σε κλειστούς χώρους (στοές ορυχείων, διαμερίσματα πλοίων, αποθήκες υπόγειες ή χωρίς παράθυρα κλπ.). Το κάτω μέρος του αγωγού απολήγει σε πολλές εξόδους, μία για κάθε διαμέρισμα, ενώ το επάνω βρίσκεται στο κατάστρωμα ή στη στέγη και μπορεί να περιστρέφεται με τα χέρια ή με μηχανικό σύστημα προς την κατεύθυνση του ανέμου. Η ανανέωση του μολυσμένου αέρα γίνεται είτε με φυσικό τρόπο, εξαιτίας της ενέργειας του ανέμου, είτε με μηχανικό τρόπο, με τη βοήθεια ανεμιστήρων που τοποθετούνται σε ενδιάμεσες θέσεις του σωλήνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανεμοδόχος — ο αεραγωγός, κύλινδρος από λαμαρίνα ή άλλο υλικό με τον οποίο ανανεώνεται ο αέρας στο αμπάρι του πλοίου, στα μεταλλεία κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθρακοδόχος — α, ο και ος, ο αυτός μέσα στον οποίο τοποθετούνται ή από τον οποίο διοχετεύονται άνθρακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + δοχος < δέχομαι (πρβλ. αμμοδόχος, ανεμοδόχος, ξενοδόχος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”